φωτιά και διάνοια

φωτιά = σύγκρουση , διάνοια = σκέψη

Για εμάς η σύγκρουση δεν υφίσταται ποτέ χωρίς σκέψη και η σκέψη δεν παράγεται ποτέ χωρίς να αμφισβητεί.

Ακροβατούμε πάντα ανάμεσα στις δύο δυνάμεις που αέναα διεκδικούν την δόξα της ανατροπής.

Γιατί ο τρόπος να έρθει είναι μόνο ένας:

Φωτιά και διάνοια.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Το Καπιταλιστικό Σύστημα με απλά λόγια


  Ελάχιστη ή και σχεδόν καμία ενασχόληση με τα πολιτικά και οικονομικά θέματα δεν χρειάζεται στον μέσο άνθρωπο σήμερα προκειμένου να έχει ακούσει έστω και μία φορά τον όρο « καπιταλισμός ». Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν το οικονομικό μοντέλο το οποίο η λέξη αυτή εμπερικλείει γίνεται κατανοητό στους περισσότερους χρήστες της.
 Όπως με πολλές έννοιες σήμερα έτσι και ο καπιταλισμός, το καπιταλιστικό σύστημα, χρησιμοποιείται από πολλούς από μας με άγνοια του ακριβούς του νοήματος, ή με ηθελημένη ή όχι αλλοίωση του. Στην προκείμενη περίπτωση, ο όρος « καπιταλισμός » συγκεντρώνει αρκετές φορές την δυσαρέσκεια, την απογοήτευση ή την οργή μιας μερίδας κόσμου απέναντι στο υπάρχον πολιτικό σύστημα, στο πρόσωπο του οποίου βλέπουν την κοινωνική αδικία που βιώνουν καθημερινά. Άλλες φορές ο καπιταλισμός εκλαμβάνεται ως η δίκαιη και αναπόφευκτη πραγματικότητα υπό την οποία το αφεντικό καρπώνεται το κέρδος που έννομα, λόγω ιδιοκτησίας και διάνοιας του ανήκει, και ο εργαζόμενος αμείβεται με τους όρους του αφεντικού για την εργασία του. Αυτό με μία πρώτη ματιά φαίνεται αρκετά δίκαιο. Με μία βαθύτερη ανάλυση του όρου προκύπτει, όμως, ότι ούτε η πρώτη χρήση είναι ακριβής, καθώς δαιμονοποιεί αντί να κρίνει, ούτε η δεύτερη, καθώς, όπως θα δούμε στην συνέχεια, το σύστημα αυτό δεν είναι ούτε δίκαιος ούτε αναπόφευκτα μοναδικός τρόπος παραγωγής.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Η λέξη « καπιταλισμός » προέρχεται από την λατινική λέξη caput που στα λατινικά σημαίνει « κεφάλι ». Ο επίσης λατινικός όρος Capitale που προέρχεται από την λέξη caput χρησιμοποιούταν ήδη από τον μεσαίωνα για να δηλώσει οικονομικά μεγέθη στις συναλλαγές.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
Κάνοντας μία μικρή ιστορική αναδρομή, ο καπιταλισμός εμφανίσθηκε στα τέλη του μεσαίωνα και στις αρχές της αναγέννησης και συνδέθηκε άμεσα με την άνοδο της νεοεμφανισθείσας τότε αστικής τάξης στα πολιτικά πράγματα. Άνθρωποι που μέσα από τα επαγγέλματα τους ( κυρίως εμπόριο και βιοτεχνία ) απέκτησαν πλούτο έτσι ώστε να μπορέσουν να φθάσουν το βιοτικό επίπεδο της τότε άρχουσας τάξης, δηλαδή των βασιλιάδων και των ευγενών, άρχισαν να αμφισβητούν προοδευτικά την πολιτική κυριαρχία της τάξης αυτής, δεδομένου ότι οι οικονομικές τους δραστηριότητες πολλές φορές δυσχεραίνονταν από την πολιτική των μοναρχών.
 Μια πρώτη έκφραση καπιταλιστικής δραστηριότητας ήταν η δράση των εμπόρων του 16ου έως και 18ου αιώνα, κατά την λεγόμενη εποχή των ανακαλύψεων, του οικονομικού ανοίγματος της Ευρώπης στην αμερικανική ήπειρο ( και γενικά στον υπόλοιπο κόσμο ) και της ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπορείου. Το οικονομικό αυτό σύστημα δεν αμφισβήτησε την γη και την εργασία ως κύριους οικονομικούς παράγοντες και συνεπώς δεν αντιτέθηκε στην φεουδαρχία, παρόλα αυτά θεωρείται από πολλούς ως πρώιμη μορφή του καπιταλιστικού συστήματος. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν η οργάνωση των εισαγωγών μόνο ξένων προϊόντων που δεν μπορούσαν να παραχθούν στα όρια της επικράτειας και η πεποίθηση ότι ο πλουτισμός ενός κράτους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εκμετάλλευση και συνεπώς την πτώχευση ενός άλλου κράτους ( αποικιστική λογική ). Τα προϊόντα αυτά ήταν συνήθως χρυσό και ασήμι προκειμένου να ενισχυθεί το νομισματικό οικονομικό σύστημα καθώς το χρυσό και το ασήμι είχαν αρχίσει να στερεύουν στα μεταλλεία της Ευρώπης από τον 15οαιώνα. Στην ουσία, μιλάμε για μία συγκεκριμένη πολιτική πρακτική που αναπτύχθηκε από τα νεότευκτα τότε εθνικά κράτη προκειμένου να ευνοηθούν στις οικονομικές τους δραστηριότητες οι έμποροι με σκοπό ακριβώς την εισαγωγή των απαραίτητων και συνήθως πολύτιμων προϊόντων του εξωτερικού. Η πολιτική αυτή, φυσικά, ενίσχυσε τις συγκρούσεις μεταξύ των κρατών γύρω από οικονομικά θέματα. Ο μερκαντιλισμός λοιπόν, όπως ονομάστηκε ( βλ. λατινικό Mercator= έμπορος ) πρόκειται για ένα σύστημα κατά το οποίο η κρατική εξουσία ( μοναρχία ) βρισκόταν σε στενή συνεργασία με τους εμπόρους δημιουργώντας καρτέλ και μονοπώλια και θεσπίζοντας απαγορεύσεις στις εισαγωγές προϊόντων με σκοπό την αυτάρκεια και το πλουτισμό του κράτους. Τέτοιες πρακτικές παρατηρούνται μέχρι σήμερα με χαρακτηριστικό παράδειγμα την στενή σύνδεση της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής με το εμπόριο όπλων, η οποία δημιουργήθηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
 Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, την διάδοση της εκπαίδευσης αλλά και την συσσώρευση κεφαλαίου που οδήγησαν στην Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγγλία, τα δεδομένα που έκαναν εφικτή την εδραίωση του μερκαντιλισμού ανατράπηκαν. Η πληθώρα των νέων προϊόντων που μπορούσε να παραγάγει η βιομηχανία καθώς και η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής οδήγησαν στην απόσυρση των ευνοϊκών για τους εμπόρους προνομίων που απαιτούσε το δόγμα του μερκαντιλισμού. Προοδευτικά, οι άνθρωποι έπαυσαν να ασχολούνται τόσο με την καλλιέργεια της γης και άρχισαν να εργάζονται στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός άρχισε σταδιακά να εδραιώνεται με την επικράτηση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής προϊόντων στην Αγγλία αλλά και σε άλλες χώρες.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι πριν ακόμη από την Βιομηχανική Επανάσταση υπήρχαν ψήγματα βιομηχανικής ανάπτυξης. Αυτά ήταν οι μανιφακτούρες, συνενώσεις δηλαδή χειρωνάκτων και βιοτεχνών. Αυτές προέκυψαν κατά μία άποψη λόγω κάποιου προαγοραστή, δηλαδή ενός εμπόρου που θέλοντας να αγοράζει μαζικά ένα συγκεκριμένο προϊόν ένωσε τους διάφορους χειρώνακτες σε μία ενιαία παραγωγή. Από αυτές τις μανιφακτούρες εξελίχθηκαν αργότερα οι βιομηχανίες.   
 Το υποκείμενο που καρπωνόταν το κέρδος στις βιομηχανίες, ο βιομήχανος δηλαδή, ο οποίος είχε επικρατήσει του εμπόρου, στήριζε, για πρώτη ίσως φορά, το κέρδος του σε μία μεγάλη μερίδα ατόμων υπό καθεστώς εξαρτημένης, μισθωτής εργασίας. Παράλληλα, το άνοιγμα των αγορών στα πλαίσια της Βιομηχανικής Επανάστασης συνέβαλε στην στροφή από τον προστατευτισμό των εγχώριων προϊόντων στο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς. Θεωρητική θεμελίωση της μεταβολής αυτής υπήρχε βέβαια από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Adam Smith είχε από τότε αμφισβητήσει ισχυρά τον μερκαντιλισμό, λέγοντας πως οι συμφωνίες μεταξύ εμπόρων και κρατών μπορεί να προσέδιδαν κέρδη στους εμπόρους και τους εκάστοτε μονάρχες, δεν βελτίωναν όμως την οικονομική κατάσταση του πληθυσμού. Εν αντιθέσει, υποστήριζε, ένα σύστημα όπως αυτό της ελεύθερης αγοράς ( laissez faire = let it be ) στο οποίο κάθε άτομο  ( ο έχων το κεφάλαιο )  με  ιδιωτική  πρωτοβουλία  θα μπορούσε  να  επενδύσει  και  να επωφεληθεί  από  το  κέρδος  των  επενδύσεών  του χωρίς κρατικές  απαγορεύσεις  και περιορισμούς ( τουλάχιστον μόνο με ορισμένους βασικούς ). Με αυτόν τον τρόπο έθεσε τις βάσεις για τον καπιταλισμό. Το υποκείμενο, πλέον, των επενδύσεων δεν ήταν, δηλαδή, οι συνεργαζόμενοι και εξουσιοδοτημένοι από το κράτος έμποροι και οι εμπορικές εταιρίες πίσω από τις οποίες βρίσκονταν τα εθνικά κράτη, αλλά το άτομο που ελεύθερα πρωταγωνιστούσε στα οικονομικά δρώμενα.
   

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Ο καπιταλισμός ως οικονομικό σύστημα στηρίζεται πάνω σε ορισμένες θεμελιώδεις αρχές οι οποίες πηγάζουν από το πολιτικό ρεύμα του φιλελευθερισμού, πολιτικής φιλοσοφίας που συνδέεται άρρηκτα μαζί του. Κέντρο τους έχουν την ελευθερία του ατόμου, η οποία εκφράζεται κυρίως στον οικονομικό τομέα. Για αυτό και αρχικά ο καπιταλισμός έφερε το όνομα « οικονομικός ατομικισμός ».
1)      Πρώτη βασική αρχή αποτελεί η παραδοχή ότι το κράτος υπάρχει για να εξασφαλίζει ατομικά δικαιώματα. Το άτομο, λοιπόν, αποκτά έτσι ένα σύνολο ελευθεριών οι οποίες του επιτρέπουν να συμμετέχει σε ολόκληρο το φάσμα του κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού βίου. Από αυτές οι πιο ενδιαφέρουσες για το καπιταλιστικό σύστημα είναι αναμφισβήτητα η ελευθερία στην ατομική ιδιοκτησία και η ελευθερία στην σύναψη συμβάσεων.
2)      Το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία αποτελεί, θα έλεγε κανείς, το ισχυρότερο θεμέλιο του καπιταλισμού, καθώς ανοίγει το δρόμο στην ιδιωτική κατοχή των μέσων παραγωγής και στην συσσώρευση κεφαλαίου, αφού, εάν δεν αναγνωριζόταν συνταγματικά από το κράτος το δικαίωμα της κυριότητας πάνω στην περιουσία, ο έχων το κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να το προασπίσει έναντι του κράτους ή του συμπολίτη του. Στο καπιταλιστικό σύστημα τα μέσα παραγωγής ανήκουν αποκλειστικά στους ιδιώτες οι οποίοι επενδύοντας το κεφάλαιό τους σε αυτά και στο εργατικό δυναμικό αποσκοπούν στο ιδιωτικό κέρδος. Με τα δεδομένα αυτά αντιλαμβανόμαστε ότι τα περισσότερα κράτη αυτή τη στιγμή εφαρμόζουν ένα είδος μικτής οικονομίας ( μερική κρατικοποίηση ).
3)      Μια άλλη βασική καπιταλιστική αρχή είναι αυτή του λεγόμενου laissez faire που αναφέρθηκε πιο πάνω. Πρόκειται για την αρχή που θεμελιώνει τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν, το κράτος δεν επιτρέπεται να μπαίνει εμπόδιο στις οικονομικές δραστηριότητες των ιδιωτών με την θέσπιση περιορισμών ( όπως την εποχή του μερκαντιλισμού ) αλλά οφείλει να αφήνει ελεύθερους τους ιδιώτες να επενδύουν το κεφάλαιό τους και οι ιδιώτες με την σειρά τους εισέρχονται σε ένα οικονομικό ανταγωνισμό προκειμένου να πουλήσει ο καθένας το προϊόν του, με αποτέλεσμα την επικράτηση του προϊόντος που ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις του αγοραστικού κοινού. Στοιχειώδεις βέβαια περιορισμοί υπάρχουν, ο βαθμός της ύπαρξης και της ισχύος τους όμως καθορίζεται από το πόσο ισχυρός είναι ο καπιταλισμός στην εκάστοτε επικράτεια.
4)      Θεμελιώδες στοιχείο του καπιταλισμού είναι, τέλος, το χρήμα και πιο συγκεκριμένα το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το χρήμα στο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί μέσο συσσώρευσης κεφαλαίου καθώς μόνο μέσα από αυτό μπορεί να επιτευχθεί η αποθήκευση πλούτου χωρίς την άμεση κατανάλωση ή ανταλλαγή του. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι πληρωνόμαστε για την εργασία μας με πορτοκάλια ή με οποιοδήποτε άλλο φαγώσιμο, ή με μία απόδειξη εργασίας που θα μας έδινε την δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση σε συγκεκριμένα τρόφιμα. Ένα τέτοιο είδος πληρωμής υπόκειται σε άμεση κατανάλωση και δεν μπορεί να αποθηκευθεί. Το χρήμα όμως υπόκειται σε ποικίλες μορφές διαχείρισης, από τις οποίες άλλες έχουν ως αποτέλεσμα την αποταμίευση και άλλες όχι. Έτσι εξηγούνται και οι αδιάκοπες εισαγωγές χρυσού στην Ευρώπη προκειμένου να στηριχθεί το νομισματικό οικονομικό σύστημα και ερμηνεύεται η μετέπειτα συσσώρευση κεφαλαίου που οδήγησε στην βιομηχανική επανάσταση. Έχοντας αναλύσει το ρόλο του χρήματος, το δεύτερο που μας μένει να εξετάσουμε είναι οι πιστώσεις χρήματος. Οι πιστώσεις χρήματος, τα δάνεια δηλαδή, είναι ένας τρόπος υποβοήθησης της λειτουργίας των επιχειρήσεων στον καπιταλισμό με την έννοια ότι συγκεντρώνουν μεγάλα χρηματικά ποσά από τον λαό που τοποθετεί τα χρήματά του σε αυτές με σκοπό την ασφάλεια της περιουσίας του, τα οποία χρηματικά ποσά συνήθως πουλάνε σε επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη από κεφάλαιο για να κάνουν επενδύσεις ή να επιβιώσουν. Στην ουσία δηλαδή οι τράπεζες αγοράζουν και πωλούν χρήμα, με συνηθέστερους αγοραστές τους καπιταλιστές.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Τοποθετώντας τον καπιταλισμό ιστορικά, δεν μπορούμε να πούμε πως έπαιξε ένα ξεκάθαρα αρνητικό ρόλο κατά την περίοδο εμφάνισής του. Ο ρόλος του στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο εμφάνισής του ήταν μάλλον θετικός. Η μετατόπιση της κάρπωσης του κέρδους από τους απόλυτους μονάρχες και φεουδάρχες στους δραστήριους εμπόρους και τέλος στον ιδιώτη κεφαλαιούχο επιχειρηματία, η διεύρυνση δηλαδή της κεφαλαιοκτητικής και επενδυτικής ιδιότητας δεν είναι, δεδομένων των ιστορικών περιόδων που έχουν προηγηθεί, κάτι a priori κακό. Αντιθέτως, στην αρχή η ποικιλία, η ποσότητα καθώς και η ποιότητα των προϊόντων αυξήθηκε και στοιχειώδεις ανάγκες των ανθρώπων καλύφθηκαν γρήγορα, ενώ παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία σε πολύ περισσότερους ανθρώπους να πλουτίσουν. Παρόλα αυτά η κριτική απέναντι στον καπιταλισμό δεν άργησε να εκφρασθεί.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην ουσία για τον εργαζόμενο πληθυσμό οι αλλαγές στον εργασιακό τομέα ήταν ελάχιστες. Οι συνθήκες εργασίας εξακολουθούσαν να είναι απάνθρωπες και με την προσθήκη του ανταγωνισμού μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις γίνονται ακόμα πιο σκληρές. Δεν είναι τυχαίο που η εγκαθίδρυση του καπιταλισμού στην Αγγλία συνδέεται άμεσα με την έξαρση της παιδικής εργασίας υπό απάνθρωπες συνθήκες, ωθώντας πολλούς επικριτές του καπιταλισμού να απαιτήσουν ήδη από τόσο νωρίς εργασιακή νομοθεσία που θα θεμελιώνει ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, ηλικιακό όριο πρόσληψης στην εργασία και υποχρεωτική εκπαίδευση για τα παιδιά.
Οι πρώτοι οικονομολόγοι επί εποχής καπιταλισμού δεν μπορούσαν να συλλάβουν ακριβώς τις δομές και την φύση αυτού του νέου οικονομικού συστήματος με αποτέλεσμα αυτή τους η αδυναμία κατανόησης να τους κάνει να μην μπορούν να αμυνθούν τόσο εύκολα απέναντι στους εμφανιζόμενους επικριτές και ειδικά στους σοσιαλιστές. Λανθασμένη πεποίθηση των πρώτων καπιταλιστών ήταν ότι μία κοινωνία θα λειτουργούσε ομαλά και δίκαια υπό το καθεστώς που αυτοί ονόμαζαν « τέλειο ανταγωνισμό ». Σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού τα προϊόντα του κάθε τύπου βιομηχανίας είναι ίδια και όλοι οι πωλητές πωλούν σε μία προκαθορισμένη τιμή η οποία είναι απολύτως γνωστή από τους αγοραστές. Αυτό, φυσικά, δεν μπόρεσε ποτέ να υπάρξει καθώς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες βιομηχανίες ήταν εξ αρχής αδυσώπητος. Προκειμένου να πωληθεί το προϊόν μίας συγκεκριμένης βιομηχανίας πρέπει, υπό καθεστώς ελεύθερης αγοράς, να προτιμηθεί από το αντίστοιχο προϊόν της άλλης βιομηχανίας. Αυτό θα γίνει εάν η πρώτη βιομηχανία προβεί σε τακτικές οι οποίες θα κάνουν το προϊόν πιο επιθυμητό στον αγοραστή αναλογιζόμενη τις καταναλωτικές απαιτήσεις ( π.χ. ασφάλεια προϊόντος ) ή εάν προβεί σε ενέργειες που θα συμβάλλουν στον περιορισμό του κόστους του πωλούμενου προϊόντος. Λαμβάνοντας υπόψη το τελευταίο, οι μισθοί των εργαζομένων δεν συνέφερε να είναι ιδιαίτερα υψηλοί καθώς ανέβαζαν το κόστος του προϊόντος κάνοντάς το λιγότερο επιθυμητό. Οι βιομηχανίες που υιοθέτησαν τις τακτικές αυτές κατάφεραν να επικρατήσουν και εξαφάνισαν προοδευτικά τις άλλες. Δεν ήταν λοιπόν σπάνιο μικροί επιχειρηματίες να αποκαλούν τους επεκτατικούς καπιταλιστές « ληστές βαρόνους », καθώς, μέσω του επεκτατισμού, τους έκλειναν σταδιακά τις επιχειρήσεις.
Ισχυρότεροι επικριτές του καπιταλισμού, βέβαια, ήταν οι μαρξιστές- σοσιαλιστές οι οποίοι αμφισβήτησαν εξ αρχής το θεμέλιο του καπιταλισμού, τον ατομικισμό, το ιδιωτικό συμφέρον, το ιδιωτικό κέρδος. Απέναντι σε αυτό αντέτασσαν την συλλογικότητα, την αδελφότητα μέσα στην κοινωνία προτείνοντας σοσιαλιστικούς τρόπους ανάπτυξης. Πλήθος προβάλλουν οι επικρίσεις των μαρξιστών οι οποίοι θεωρούν ότι τα υλικά αγαθά του καπιταλισμού προσπαθούν να παρασύρουν τους εργαζομένους σε μια ματεριαλιστική ευμάρεια και δεν τους προσφέρουν την πραγματική ευτυχία. Λένε, επίσης, ότι ο καπιταλισμός είναι καλός στο να προσφέρει όλο και πιο δελεαστικά υλικά αγαθά αλλά δεν μπορεί να προωθήσει λόγω της φύσης του αξίες όπως η φιλία, η αδελφικότητα, η συμπόνια ούτε να προασπίσει την υγεία και την οικογενειακή ζωή του ατόμου. Έτσι, κάποιοι υποστηρίζουν την απλή ζωή βαφτίζοντας την ευτυχία ως ένα υλικό τέχνασμα του καπιταλισμού και επικρίνουν την αρχή της καταναλωτικής ζήτησης που ωθεί τους καπιταλιστές στην παραγωγή μόνο των προϊόντων με εμπορικό ενδιαφέρον, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες ανάγκες των ατόμων.




Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΟΣ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Ο Karl Marx ( 1818- 1883 ) ήταν ο πρώτος που τεκμηρίωσε επιστημονικά τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής και άσκησε επιστημονική κριτική στον καπιταλισμό. Από αυτόν άλλωστε όλοι οι παραπάνω φέρουν τον χαρακτηρισμό « μαρξιστές ». Ήταν ίσως ο δριμύτερος επικριτής του καπιταλισμού.
Το καινούργιο στοιχείο που προσθέτει ο Μαρξ είναι η θεωρία του περί αέναης ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτόν τον « νόμο της ιστορίας », όλη η ανθρώπινη ιστορία χαρακτηρίζεται από την πάλη μεταξύ δύο τάξεων, της μπουρζουαζίας, δηλαδή της εκάστοτε πλουτοκρατίας υπό οποιαδήποτε μορφή, και του προλεταριάτου( εργατική τάξη ) με την επικράτηση της πρώτης έναντι της δεύτερης. Οι έχοντες τον πλούτο, οι οποίοι είναι σαφώς λιγότεροι από τους προλετάριους, κατέχουν τα μέσα παραγωγής ( π.χ. την καλλιεργούμενη γη, μια βιομηχανία, μια εταιρία παροχής υπηρεσιών ) και οι προλετάριοι, οι οποίοι δεν κατέχουν μέσα παραγωγής πωλούν στους καπιταλιστές το μοναδικό εμπόρευμα που διαθέτουν, την εργασιακή τους δύναμη. Με την εφαρμογή της εργασιακής δύναμης επάνω στα μέσα παραγωγής, τα οποία με το κεφάλαιο του έχει αποκτήσει μαζί με την εργασιακή δύναμη ο καπιταλιστής, συντελείται το φαινόμενο της παραγωγής του προϊόντος ( είτε αυτό είναι υλικό αγαθό, είτε υπηρεσία ).
Πριν προχωρήσουμε ας αναλύσουμε δύο έννοιες που θα βοηθήσουν παρακάτω. Η ανταλλακτική αξία ενός προϊόντος είναι αυτή που έχει ένα προϊόν κατά την ανταλλαγή του και βάσει της οποίας καθορίζεται με τους νόμους της αγοράς η τιμή του προϊόντος. Αυτή καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο ανθρώπινης εργασίας που χρειάζεται το προϊόν. Η χρηστική αξία ενός προϊόντος είναι η αξία που αυτό έχει κατά την χρήση του, το όφελος που προσφέρει στον χρήστη.
 Η όλη διαδικασία επένδυσης του κεφαλαίου σε μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη δεν θα είχε κανένα νόημα για τον καπιταλιστή εάν δεν επέφερε στην άλλη άκρη της κέρδος. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι ο καπιταλιστής έχει αγοράσει δύο εμπορεύματα, τα μέσα παραγωγής και την εργασιακή δύναμη και έχει πουλήσει ένα παραγόμενο προϊόν με ανταλλακτική αξία που του έχει αποφέρει κέρδος. Αυτό πάει να πει πως κατά την διάρκεια της παραγωγής κάποιο από τα εμπορεύματα δημιουργεί περισσότερη αξία την οποία καρπώνεται ο καπιταλιστής μέσω της πώλησης του προϊόντος.
Πιο απλά εάν ο κεφαλαιούχος επενδύσει 10 euro για να αγοράσει πρώτες ύλες με την ανταλλακτική τους αξία, έστω ότι είναι ύφασμα, 10 euro για να αποκτήσει μέσα παραγωγής, δηλαδή κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα,  και 10 euro για μισθούς εργατών που δουλεύουν στην βιομηχανία υφασμάτων, έχει επενδύσει συνολικά 30 euro. Παρόλα αυτά ο βιομήχανος πουλάει το προϊόν 35 euro στην αγορά. Αν ο εργάτης δούλευε για όσες ώρες είχε πληρωθεί ( 10 euro = ανταλλακτική αξία , θεωρούμενης πάντα της εργασίας ως εμπόρευμα ) θα παρήγαγε αξία ίση με 10 euro, οπότε η χρηστική του αξία θα ήταν ίση με την ανταλλακτική. Όμως ο εργάτης που πληρώνεται 10 euro παράγει αξία ίση με 15 euro, έχει δηλαδή μεγαλύτερη χρηστική αξία από ότι ανταλλακτική. Με λίγα λόγια ο βιομήχανος τον έχει πληρώσει για λιγότερες ώρες εργασίας και ο εργάτης προσφέρει εν αγνοία του ένα μέρος της εργασίας του δωρεάν στον βιομήχανο. Αυτό το μέρος είναι η υπερεργασία, κατά την οποία ο εργάτης παράγει την υπεραξία, δηλαδή αυτά τα 5 euro παραπάνω ανταλλακτικής αξίας που προσδίδονται στο τελικό προϊόν.
Η αξία αυτή που παράγει ο εργαζόμενος κατά την εργασία του λέγεται υπεραξία και την καρπώνεται ο καπιταλιστής από την πώληση του προϊόντος με την μορφή του κέρδους. Έτσι γίνεται κατάδηλο το γεγονός ότι ανεξάρτητα από την ιστορική μορφή της εκάστοτε άρχουσας τάξης, το καπιταλιστικό κράτος νομιμοποιεί μέσω των βασικών αρχών του μία κλοπή παραγόμενης αξίας από το προλεταριάτο, η οποία φυσικά καταλήγει με την μορφή του κέρδους στους έχοντες τα μέσα, στην μπουρζουαζία κατά τον Μαρξ.
Ιστορικά λοιπόν παρατηρούμε μία μετατόπιση των μέσων παραγωγής: αρχικά στους μονάρχες και τους φεουδάρχες, ύστερα στους εμπόρους, αργότερα στους κεφαλαιούχους. Ο Μαρξ πραγματοποιεί μία τομή λέγοντας ότι όλα αυτά αποτελούν διαφορετικές απεικονίσεις του ίδιου εκμεταλλευτή της ανθρωπότητας. Προτείνει το τελευταίο βήμα χωρίς το οποίο, όπως υποστηρίζει, δεν θα μπορέσει να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος μιας και η ανθρωπότητα θα εγκλωβιστεί στον στενό κύκλο των παραγόμενων προϊόντων και παροχών που προσφέρουν κέρδος στους καπιταλιστές.
Το τελευταίο βήμα είναι το πέρασμα των μέσων παραγωγής στους ίδιους τους δημιουργούς της αξίας, στο προλεταριάτο, στους εργαζόμενους που κινούν τα γρανάζια της ιστορίας. Αυτό φυσικά θα γίνει όταν το προλεταριάτο συνειδητοποιήσει τον ιστορικό ρόλο του, την ανατροπή δηλαδή του καπιταλισμού, όταν αδράξει την πολιτική δύναμη και την κρατική μηχανή και εξαφανίσει την εκμετάλλευση, την κοινωνική αδικία και την κοινωνική ανισότητα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου